προσανατολίζω

προσανατολίζω
μετ.
1) ориентировать; 2) перен. ориентировать (кого-л. в чём-л.); знакомить с обстановкой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "προσανατολίζω" в других словарях:

  • προσανατολίζω — προσανατολίζω, προσανατόλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσανατολίζω — Ν 1. στρέφω κάτι προς την ανατολή 2. στρέφω, κατευθύνω κάτι προς ένα ορισμένο σημείο τού ορίζοντα 3. συντελώ ώστε να λάβει κανείς τη σωστή κατεύθυνση 4. μτφ. κατατοπίζω κάποιον σχετικά με ένα ζήτημα, καθιστώ κάποιον ενήμερο 5. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • προσανατολίζω — προσανατόλισα, προσανατολίστηκα, προσανατολισμένος, προσδιορίζω τη θέση ή την πορεία κάποιου, κατευθύνω, ενημερώνω, κατατοπίζω: Δεν προσανατολίστηκε ακόμα στον τρόπο της δουλειάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσανατολισμός — Πράξη και μέθοδος με τις οποίες επιδιώκεται κάθε φορά η ανεύρεση κατεύθυνσης αναφορικά με ένα ορισμένο σημείο, προκαθορισμένη θέση ή διεύθυνση. Ο π. αναζητείται και εφαρμόζεται σε ποικίλες περιπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, στη διάταξη κτιρίων,… …   Dictionary of Greek

  • ενημερώνω — (AM ἐνημερώνω και ἐνημερῶ, όω) [ενήμερος] καθιστώ κάποιον ενήμερο, γνώστη ζητημάτων, υποθέσεων ή καταστάσεων, τόν κατατοπίζω, τόν προσανατολίζω («δεν μέ ενημέρωσε έγκαιρα», «ο νέος υπουργός ενημερώθηκε στα θέματα τού υπουργείου από τον προκάτοχό… …   Dictionary of Greek

  • κατατοπίζω — 1. καθοδηγώ κάποιον σχετικά με τις λεπτομέρειες μιας τοποθεσίας, τόν προσανατολίζω, τού δείχνω τα κατατόπια ή τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει 2. μτφ. πληροφορώ λεπτομερώς, ενημερώνω, διαφωτίζω κάποιον πάνω σε κάτι που δεν γνωρίζει. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κεντράρω — [κέντρο] φέρνω κάτι στο κέντρο ή τό προσανατολίζω προς το κέντρο …   Dictionary of Greek

  • παραλληλίζω — ΝΜ [παράλληλος] θέτω, τοποθετώ πράγματα κατά τρόπο ώστε να είναι παράλληλα μεταξύ τους νεοελλ. 1. μτφ. παραβάλλω δύο ή περισσότερα πράγματα προκειμένου να εντοπίσω τις μεταξύ τους ομοιότητες ή διαφορές, συγκρίνω 2. παρομοιάζω 3. γεωγρ.… …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • προσανατολιστής — ο, Ν [προσανατολίζω] 1. αυτός που δίνει τη σωστή κατεύθυνση 2. στρ. (στο πυροβολικό) αξιωματικός ο οποίος έχει ως κύριο έργο την αναγνώριση τών θέσεων, τών δρομολογίων και τών παρατηρητηρίων τών πυροβολαρχιών τής μοίρας στην οποία ανήκει …   Dictionary of Greek

  • κατευθύνω — κατεύθυνα, κατευθύνθηκα 1. διευθύνω, προσανατολίζω, οδηγώ: Οι γονείς πρέπει να κατευθύνουν τα παιδιά τους στον ορθό δρόμο. 2. το μέσ., κατευθύνομαι διευθύνομαι σε ορισμένο σημείο ή αποβλέπω σε κάποιο σκοπό: Όλες του οι ενέργειες κατευθύνονται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»